- επίχυτος
- ἐπίχυτος, -ον (Α)1. αυτός που χύνεται ή έχει χυθεί επάνω σε κάτι2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίχυτοςείδος γλυκίσματος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχυτονείδος αργυρού ή μολύβδινου νομίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίχυτος — poured over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίχυτον — ἐπίχυτος poured over masc/fem acc sg ἐπίχυτος poured over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχύτους — ἐπίχυτος poured over masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)